ρευματαλγία

ρευματαλγία
η
(ιατρ.), πόνος από ρευματισμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρευματαλγία — η, Ν ιατρ. πόνος που οφείλεται σε ρευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatalgia (< ρεύμα, ατος + αλγία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • ρευματικό — ή, ό / ῥευματικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος») 2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματική αυτός που πάσχει από ρευματισμούς 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικά η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”